Новогреческий словарь
μουσκίδι
μουσκίδι
το :
είμαι (или γίνομαι) μουσκίδι — быть промокшим, становиться мокрым, промокать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουσκίδι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανεξαγόραστος
—
δεκατετράστιχο
—
πανούργος
—
ξανοστίζω
—
παραισθησία
—
τρίχρους
—
σεληνόφωτος
—
μάχαιρα
—
μοσχεύω
—
φιλντισένιος
—
νέφωση
—
λάμα
—
φρέσκο
—
κύλισμα
—
μπατίκια
—
μοναχόπαιδο
—
παραγεμίζω
—
μελίρρυτος
—
αιτιολογία
—
ψιλοκαμωμένος
—
αλογισά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве