|
2 πρόσ. πλ. от είμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово είσαστε? — — δυσαναπλήρωτος — εξολόθρεμα — ακαταζήτητος — στράγγισμα — πύρα — σταλίκωμα — φημολογώ — παρηγοριά — γαβάθι — σπιρτόξυλο — αρσενικό — αξέταστος — μουεζίνης — νομισματοσυλλέκτης — ντερτιλής — καφουρόλαδο — ραντεβού — σπονδυλοαρθρίτιδα — απυρόβλητος — αγκλίτσα — κωδικοποιούμαι |
|||