|
самоуправляемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоуправляемый? — αυτοκυβέρνητος как с (ново)греческого переводится слово αυτοκυβέρνητος? — самоуправляемый — εναπόθετος — ρημαγμένος — αναχασκίζω — ιάνθινος — τσακίζομαι — αποπειρώμαι — κισσοστεφής — εσώβρακο — υποπροξενείο — γραμμόφωνο — αγαμία — βρίζω — στέλεχος — καταψιά — φελλομάννα — δαρβίνειος — λυπητερός — άβλαβα — δικαστηριακός — μυρίκη — δασύπτερος |
|||