|
ο королёк (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово королёк? — βασιλάκης как с (ново)греческого переводится слово βασιλάκης? — королёк — ισόπεδος — εξωστικός — ακριβαγοράζω — μεθοριακός — εκλογέας — ζηλεύομαι — διάκριση — αλληλοκτονία — σφάλλομαι — νυκτοφυλακή — εκπονώ — εξάποδα — βομβαρδιστικό — γίγαρτον — αλάργος — ξίκης — ζούζουλο — αντασθματικός — ιερό — προσήκον — διατηρούμαι |
|||