|
η обитание, проживание (где-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обитание? — κατοίκηση как на (ново)греческом будет слово проживание? — κατοίκηση как с (ново)греческого переводится слово κατοίκηση? — обитание, проживание — θηρεύτρια — γαϊδουρέλλι — πρεσβυτέρα — μαργιόλα — ανεπίδεκτος — ρεβιζιονιστής — άθελος — αποπληθωρισμός — βωλοκόπος — αμπελοκαλλιεργητής — μπανιστήρι — ήβη — αραδωτός — μονοκούκκι — λόγγος — άτεκνος — αντικυκλώνος — εμάνην — μηλοπεπόνι — ξέζωσμα — ένζυγος |
|||