|
ο 1) тот(__,__) кто делает прививки; 2) садовник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто делает прививки? — εμβολιαστής как на (ново)греческом будет слово садовник? — εμβολιαστής как с (ново)греческого переводится слово εμβολιαστής? — тот, кто делает прививки, садовник — αναγλυτσάζω — αντιμετάθεση — παρενθετικός — αοριστολόγος — επανεξετάζω — περισσότερος — κλώση — ισορροπία — πλουτοκρατία — μικροτόμος — ξύπνισμα — ποντοπορία — φαρμακοδυναμικός — διερώτησις — κυνοραίστης — τερατογονία — φοβητσιάρικος — παρασπόρα — διασχίζω — αφωσιωμένος — ασχόλαστα |
|||