Новогреческий словарь
διεπιστημονικός
διεπιστημονικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διεπιστημονικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αλευρόσακκος
—
μητρομανία
—
σιγμός
—
εννεάμερα
—
σούμα
—
δεκαπενταέτης
—
λεβεντονιά
—
προφυλακτικό
—
μπλεξιά
—
αμυγδαλόπαστα
—
ξέρραμμα
—
απλεύριστος
—
βολτάζ
—
εκφυλίζομαι
—
αυταπόδεικτος
—
αναφυλαξία
—
ανάρρηγμα
—
ανατολικός
—
δογματικότητα
—
επέβην
—
ανυποψίαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве