Новогреческий словарь
αγουλιανός
αγουλιανός
ο
сом
(рыба)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сом
? —
αγουλιανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγουλιανός
? — сом
#
(ново)греческий словарь
—
μετρητικός
—
απομεινάρι
—
ανάγραπτος
—
αγροίκητος
—
αποκομέννος
—
καχέκτης
—
συνάλλαγμα
—
ζατρικίζω
—
ακατάδεκτος
—
προτελευτώ
—
συμφερόντως
—
ξεκουμπίδια!
—
επικόλλημα
—
εκκαθάριση
—
ακτοφύλακας
—
αμνησία
—
χρυσοχοείο
—
ευημερών
—
μουράγιο
—
μανιάζω
—
επάνσισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве