|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαίμαργα? — — τσούλι — πυελομετρία — αναθύμημα — νταβραντώ — κωλοβρέχτης — πετσοκόμματο — κεφαλικός — συσσώρευση — κυκλοφορώ — κολλητικότητα — βυζάνω — έμπηξη — συμπεθερικός — αναβρυτήριος — αγωνιστική — βροχήσιος — διαστρέφω — φλογιστό — μικρόμετρο — ελαφρούτσικος — συγκινητικός |
|||