|
η провинциалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово провинциалка? — επαρχιώτισσα как с (ново)греческого переводится слово επαρχιώτισσα? — провинциалка — καπλάντισμα — οξύρρυγχος — πάς — ερμηνευτικά — φέγγος — δίκην — βιράρω — πρυτανεία — αλλοιόσχημος — διχοτόμος — δεματάς — ισοσκελίζω — ευσύνοπτος — ζυγισμένος — γλυκάδι — λευκό — ιδιοτέλεια — επίπλωση — ευνομία — απειλητικός — πιτσίλισμα |
|||