Новогреческий словарь
συνοστεούμαι
συνοστεούμαι
анат.
сращиваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сращиваться
? —
συνοστεούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνοστεούμαι
? — сращиваться
#
(ново)греческий словарь
—
εκβαρβάρωση
—
επελθών
—
κουφαλωτός
—
απειλητικός
—
μωρολογάω
—
σωπαίνω
—
ήλθα
—
εκατοντάδραχμος
—
αναδιαπαιδαγώγηση
—
αλυγαριά
—
ξαντό
—
κάμπος
—
λαμπαδηφορώ
—
σταυροπάτης
—
ξεφραγμένος
—
σούζα
—
χαλκογραφία
—
πευκόδεντρο
—
παραπονιάρης
—
μεταλλοξείδιο
—
μπιρόνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве