|
το сталь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сталь? — ατσάλι как с (ново)греческого переводится слово ατσάλι? — сталь — ταχυπλοώ — πουλάρι — αυτοπαρατηρία — αποχεριού — μάκτρον — απηλλαγμένος — τραχηλίτσα — εντοίχιση — κοτάω — ανάστατος — χάχας — θειαφισμένος — παπί — ιάσμη — πατησιά — ρικνότητα — φκυάρι — κόθορνος — πειθαναγκάζω — μπάκακας — γωνιακός |
|||