|
τα пелёнки; === απ' τά ~ του — с пелёнок, с рождения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пелёнки? — γεννοφάσκια как с (ново)греческого переводится слово γεννοφάσκια? — пелёнки — χρηστοήθεια — υφέσιμος — όφελος — σπληνεκτομίο — ελεημονώ — κουρνιάζω — καλωσόρισμα — υδρομετρικός — καπιταλίστας — μισοτιμίς — ζωόφιλος — βέτο — αποστασία — εγκραυλίς — μπιτζάμα — τηλεφωνώ — τριφασικός — μουρτάτης — εκθαμβωτικός — λολός — οινολογικά |
|||