|
бесснежный; незаснеженнын #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесснежный? — αχιόνιστος как на (ново)греческом будет слово незаснеженнын? — αχιόνιστος как с (ново)греческого переводится слово αχιόνιστος? — бесснежный, незаснеженнын — χιλιμιντράω — αριεύω — εντεροπάθεια — ακανθία — αγρίεμα — μολυβδουργείο — λεπτότεχνος — κενοδοξία — Ανατολίτης — αρσενικίαση — ραντίζω — κουτουράδα — φανελλάς — στερεότυπος — καταναλωτής — ταχύ- — νταραβέρι — δινητός — οβελίζομαι — σούσουρο — δαγκανιά |
|||