Новогреческий словарь
εδεήθην
εδεήθην
αόρ. от δέομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εδεήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιστάθμευση
—
υψίπεδο
—
ελαφρόπους
—
κηπουρικός
—
παγοδρομώ
—
μεθερμήνευση
—
αιμαγγείωμα
—
καμβάς
—
ακραξόνιο
—
δολομίτης
—
γατί
—
χιλιμίντρισμα
—
λιγομίλητος
—
φαγώσιμο
—
σειράδιον
—
υπόχυμα
—
ρόδο
—
αιματόβρεχτος
—
ασελιδοποίητος
—
χάσμα
—
γεμιστά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве