Новогреческий словарь
ξυλεμπόριο
ξυλεμπόριο
το
лесоторговля
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лесоторговля
? —
ξυλεμπόριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξυλεμπόριο
? — лесоторговля
#
(ново)греческий словарь
—
σεβνταλίδικος
—
αιμοδότρια
—
σχετικά
—
αυτοδικαζόμενος
—
φόρτωμα
—
περιβολάκι
—
αμφιον
—
παράταξη
—
διοχετεύσνμος
—
μελιτοφόρος
—
χασεδένιος
—
αργυροκιδής
—
σύγκρατος
—
σιγμοειδής
—
πρωτευουσιάνα
—
παγοπέδιλο
—
χρωματοπωλείο
—
δυσπρόσιτος
—
τραχηλιά
—
ανεμβολίοστος
—
χαλκονόμισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,