|
вельветовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вельветовый? — φελπεδέννος как с (ново)греческого переводится слово φελπεδέννος? — вельветовый — διαμέσον — υπογένειον — σχεδιαστής — κύμα — πλημμυρίζω — κινητικός — ξηρόπισσα — πορνογραφία — ανακαταγραφή — κατσικίσιος — μεφίτις — γυαλοκόπημα — αρεστός — μαξιμαλισμός — χρηματικός — ευκινητότητα — δυσμενικός — τοιχίζω — δυσεντερικός — ημίπαυση — εργαλειοστάσιο |
|||