|
το физ. ом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ом? — ώμιο как с (ново)греческого переводится слово ώμιο? — ом — ασυνεσία — φιλελεήμων — ξανασηκώνω — αρχιτέχτονας — σταυροκόπημα — αρκειο — άνθρακας — λοίμωξη — ξεφρενιασμένος — νεφρολογικός — ατροποποίητος — κείτομαι — αρόγιαστος — παγώνω — αριοδάφνι — τσίφνα — επιβλαβής — ξηρά — Αγγελική — ελευθεροτεκτονισμός — ραβδισμός |
|||