|
мор. ложиться в дрейф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ложиться в дрейф? — αντιμένω как с (ново)греческого переводится слово αντιμένω? — ложиться в дрейф — βυσματικός — φυγάδας — τζίφος — επακτή — επιχρυσωμένος — ισοδύναμος — αργολόημα — βαριούχος — λευκωματοειδής — σκοντάπτω — εκθάμβωση — εξίσταμαι — γκαζόμετρο — κοκκινιά — ζουμπουλάκι — σωματοφυλακή — χονδρέμπορος — βαλκανικός — αγέννηγος — ναυτιώ — νομοδιδάσκαλος |
|||