|
το фисташка; ~ αράπικο — арахис #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фисташка? — φυστίκι как с (ново)греческого переводится слово φυστίκι? — фисташка — κατασκοπεύω — σύμπλοκος — ηχομετρία — μαντάλωμα — εκγαλλίζω — κακοψύχι — φιλοφρόνημα — κηπάριο — βατώδης — διαδικασία — περίπλοκος — καραγκούνικος — προσγειώνω — συσπουδάστρια — αρκουδήσιος — αβαντσαίρνω — ανασχηματισμός — βαθυσκάφος — συντεχνίτης — νηματώδης — υποδείχνω |
|||