|
колоситься #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колоситься? — σταχιάζω как с (ново)греческого переводится слово σταχιάζω? — колоситься — γνωστοποιούμαι — ραγδαία — κλωστοϋφαντουργείο — άυλος — φάντες — κορτάρισμα — προνευστάζω — ακατάβρεχτος — επιπροσθέτω — δασός — ανδηρον — δευτερογαμία — ζερό — προπάτωρ — νεροχύτης — διάλευκος — ανακηρύττω — καταρραχής — ιατροδικαστικός — κολλάρισμα — κομμουνιστής |
|||