|
ο, η отец или мать близнецов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отец или мать близнецов? — διδυμοτόκος как с (ново)греческого переводится слово διδυμοτόκος? — отец или мать близнецов — φουγάρο — ξεκρεμάζω — αειφανής — ηχοαπορροφητικός — αρχοντογιός — κλαδευτήρα — αγγειοπάθεια — πολιτοφύλακας — λιθοπόνιον — τελωνίς — αμφιετηρίδα — κομμό — σκοτωτός — ασθένεια — απαράμιλλος — πρότακτος — μηχανολόγος — φυλακή — αντεπιστέλλον — οδοντοκοιλία — ξεχάνω |
|||