|
состоящий из двух холмов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово состоящий из двух холмов? — δίλοφος как с (ново)греческого переводится слово δίλοφος? — состоящий из двух холмов — στυλοβάτης — στρέφομαι — καρατάρω — ευδία — σκουμπρί — ατάραχος — έκραξα — στερνά — ανευφήμητος — προπλάθω — κωλόκουρο — κατακλέφτω — εκβάθυνση — περσικά — αδιανόητος — θεογνωσία — φανατίζω — δυσάγωγος — πεδινός — μικροπολιτική — θέριεμα |
|||