|
η молочная сестра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочная сестра? — γαλαδερφή как с (ново)греческого переводится слово γαλαδερφή? — молочная сестра — εκχείλιση — αλλότυπος — σακιδιοθήκη — σωληνίσκος — ευφυΐα — κρυφτό — επανάσταση — ενθηκεύω — ανοσολογικός — γκρεμνώ — αλιεύω — τσίπρα — στηθοπάνι — οργανίστας — μονύελον — αργοτάξιδος — αφλοιός — οξείδωση — ξέβγαλμα — χασματίας — κρεολικός |
|||