|
водолазный; ~ό μηχάνημα — водолазный костюм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водолазный? — καταδυτικός как с (ново)греческого переводится слово καταδυτικός? — водолазный — βρομογούρουνο — διπλότυπο — δυσαναπλήρωτος — θρυπτικός — σταροκόρακας — αλιεύς — βουστασιάρχης — εξομοίωση — προτείνω — μονογονία — αλάτισμα — ειδυλλιακός — οντουλάρισμα — πλάτεμα — στάχυασμα — ψέγομαι — μνήσκω — φανοκόρος — απάντημα — εγκωμιάζω — απρονόητος |
|||