|
το 1) фиалка; 2) гиацинт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фиалка? — γιούλι как на (ново)греческом будет слово гиацинт? — γιούλι как с (ново)греческого переводится слово γιούλι? — фиалка, гиацинт — απόσηψη — θρησκευτικά — υπνοβάτης — ακτίνα — στέλνω — ξαγορά — ακανάκευτος — αλκαλικός — ξανομοίρασμα — ανιχνευτικός — γλωσσοβόλημα — ηλεκτροοπτική — απρόκοπος — δονητικός — προξενειά — άβαθος — σκλαβώνω — αναποδογύρισμα — γυρώνω — γραικύλος — ψαροβότανο |
|||