Новогреческий словарь
γιούλι
γιούλι
το 1)
фиалка
;
2)
гиацинт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фиалка
? —
γιούλι
как на
(ново)греческом
будет слово
гиацинт
? —
γιούλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιούλι
? — фиалка, гиацинт
#
(ново)греческий словарь
—
ξέχασα
—
ορθομαρμάρωση
—
αντικαπιταλισμός
—
ρεβόλβερ
—
μοναρχο-φασίστας
—
ομόθυμος
—
βεζιράτο
—
δημοκρατικός
—
συρμοτοποιός
—
σιγανά
—
εναλλακτικός
—
καντιανισμός
—
ταινιωτός
—
ησυχαστής
—
ξεκίνημός
—
κεραμοσκεπής
—
στρωματάδικο
—
πρωτομιλώ
—
μεταμορφώνω
—
μισογκρεμισμένος
—
αγάλια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве