|
η мед. гемианопсия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гемианопсия? — ημιανοψία как с (ново)греческого переводится слово ημιανοψία? — гемианопсия — δεκαοκτοετής — αδεμάτιαστος — βλόγηση — μικρούλικος — υπερτίμηση — αμεταφόρητος — τρωγλωδύτισσα — τελώνης — ακροστόμιον — γλυκοχαμόγελος — φιάλη — οβριακή — ηλιθιώδης — ιστιοδρομία — ομοιογένεια — υποτιτλίζω — απόμερο — γενετική — συντελεστικός — βασιβουζουκισμός — απειρότεχνος |
|||