|
το 1) навес; 2) шалаш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово навес? — τσαρδάκι как на (ново)греческом будет слово шалаш? — τσαρδάκι как с (ново)греческого переводится слово τσαρδάκι? — навес, шалаш — κρεματόριο — εσωτερικός — ιδιοκατοίκηση — ἥσσων — διανόημα — βραχογραφία — πτεροφυΐα — ψυχαρικός — εκκριματοφόρος — απάδων — σταχτοκουλλούρα — τραγόπαπας — λούω — αποκατασταλάζω — κατασπαταλώ — κουκουλλιάζω — γατομάτης — επιλησμοσύνη — απολυτρωτής — χοντρικός — αναδιανομή |
|||