|
ο аба (грубошерстная ткань и накидка из зтой ткани) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аба? — άμπας как с (ново)греческого переводится слово άμπας? — аба — ναυλάριθμος — σύμπηκτος — προβατοτροφία — δηωμένος — παίζω — αβράχνιαστος — γαλάζος — φουξίνη — εσωκλείστως — συντονιστής — αλόγιαστος — περίπτερος — αναποζημίωτος — κάμπια — αυθεντικός — λιγνεύω — βρήκα — γιγνώσκομαι — σκώπτης — βασίζομαι — απαναπανωτός |
|||