|
το : επί ~ού ακμής — в критическом состоянии; на краю гибели; (ступать) по острию ножа #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυρόν? — — τσίμπημα — απωτέρω — μαρμαρουργός — εξώφυλλο — αβγατίζω — βωλοστροφω — ζημιαρόγατα — οικοδόμημα — αναστηλώνω — απογοητεύω — γαρδέλία — άβροχος — επιστρέφω — απόστρατα — κρεοζώτο — κολάστρα — τυροπώλης — κορφολόγος — α- — συνοδοιπορώ — αρνησίχριστος |
|||