|
το добавка; надставка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добавка? — πρόσθεμα как на (ново)греческом будет слово надставка? — πρόσθεμα как с (ново)греческого переводится слово πρόσθεμα? — добавка, надставка — προπέλλα — φέρελπις — γητευτής — ιδιωτικός — γηροκομία — επιπόλαια — οχυρωματικός — αναπλήρωση — αφοβησιά — χαριτόβρυτος — διασάλευση — σακχαρότευτλο — ζεγγί — ενσχοίνισις — μίσεμα — μπερδεμένος — κεφαλοδεμένος — χουσμέτι — σκατόπουστας — αναπάλλομαι — συναχώνομαι |
|||