|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουκαλιά? — — κοπέλλι — συνδιασκέπτομαι — χολοδόχος — ρέψιμο — ματσούκι — χαράδρα — φυσούνι — σφυροπέλεκυς — ατζαμίδικα — αποδυτήρια — εκκενωτής — διοκολλώ — πρόπισσα — κλινοθεραπεία — περιπετειώδης — τριτογενής — εαρινός — δέτης — γενναιοπρέπεια — προσεπιμέτρηση — απόχρωση |
|||