|
το прям., перен. помои #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помои? — πλύμα как с (ново)греческого переводится слово πλύμα? — помои — πομφόλυξ — περιθωριακός — γλυκαρμενίζω — μάτισμα — Ολλανδία — σιωπηρότητα — σπάθη — ευρόνοτος — καύχηση — λαγίνα — απόπασχα — χορωδία — οργώνω — προβατίνα — βιβλιοκριτικός — δεξιόχειρας — ζητεύω — αξιοσπούδαστος — υδρωπικός — ανεξύπνητος — κουζινίτσα |
|||