|
η лысуха (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лысуха? — μαυρόκοττα как с (ново)греческого переводится слово μαυρόκοττα? — лысуха — ξύομαι — δεδομένο — ιξία — άβαξ — ποινικοποιούμαι — νεανίας — νυκτοβατώ — τάβλα — ωογενεσία — δίμιτο — πισσάνθραξ — Λεττονή — διδαχτικός — ενθομητικός — φαληρικός — μεθοκόπος — καμινεύτρια — φιλοκαλώ — επιπλοποιία — λαγνεία — δυσφορία |
|||