|
прям., перен. ослеплённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослеплённый? — τυφλωμένος как с (ново)греческого переводится слово τυφλωμένος? — ослеплённый — αυγοκόβω — ακαλμάριστος — γουνάτος — ανεμογενής — ευγλωττία — φάντασμα — φεγγοβολιά — ερωτόπουλο — χιλιοευχαριστώ — μεσσίας — αμφιγνωμίο — εκλευκαίνω — θεωρικά — μερόνυχτο — σιγμός — συχώριο — εποχέας — διαγνωστικό — ημίπτωτος — δημευτής — βούζούνας |
|||