|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγλέορας? — — τσουράπω — μονόχειρας — διαπνοή — επανασύνδεση — φωνόμετρο — θάφτω — σαλίγκαρος — σέπαλο — γεροντομοίρι — διδακτική — ασχολία — φαράδιον — γράπωμα — ξανθή — οικογενειάρχης — ακατασκεύαστος — αρνοκόπι — αντραλίζω — τριτοετής — νιάημερα — χαμηλοθώρης |
|||