Новогреческий словарь
μηρυκαστικός
μηρυκαστικός
1.
жвачный
;
2. :
τά ~ά — жвачные животные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жвачный
? —
μηρυκαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηρυκαστικός
? — жвачный
#
(ново)греческий словарь
—
ποικιλία
—
ίσασμα
—
καμφορικός
—
βούλιαγμα
—
πατάτας
—
τελεσιδικία
—
ξεμυάλισμα
—
επιφανής
—
συχνάζω
—
απροσφώνητος
—
καφουρόλαδο
—
σφήνωση
—
υπομάσχαλος
—
σιγμός
—
αναρροφητικά
—
ομαλοποιούμαι
—
ένηβος
—
αλάθευτος
—
γουρνάρτις
—
αναργυρία
—
αξίδιαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве