Новогреческий словарь
οδούς
οδούς
(-όντος) ο
зуб
;
===
οδόντα αντί οδόντος — зуб за зуб
;
βρυνμός τών οδόντων — [phrase]зуб на зуб не попадает [/phrase] (от страха, холода)
;
τριγμός τών οδόντων — скрежет зубовный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зуб
? —
οδούς
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδούς
? — зуб
#
(ново)греческий словарь
—
αποχτηνώνω
—
στεατουργείο
—
τιτλοφόρο
—
χρυσαλλίδα
—
ειδωλολάτρης
—
πανδημία
—
αναδιοργανωτής
—
αναλώσιμα
—
κλαψιάρικο
—
μουκαβάς
—
χειροπέδη
—
αλλότυπος
—
υαλώδης
—
πολύδωρος
—
ντουλάπα
—
βράδι
—
ανθυγιεινός
—
άφλεκτος
—
αμνησίθεος
—
νοτιοδυτικώς
—
κλαγγάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве