|
η уха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уха? — βραστή как с (ново)греческого переводится слово βραστή? — уха — απαιτούμενα — ασπρομάλλης — ζάφτι — καταφατικός — κρυσταλλένιος — δίχως — δειλινός — κοινός — αμήν — κόρδωμα — αυτομουτζώνομαι — αυτοκριτικός — ρεματισμός — αντιμεταθέτω — δίπηχος — υποκριτής — μαντζαφλάρι — διακόσα — ανασύνταξη — οπισθοδρομικότητα — αχιλιά |
|||