|
университетский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово университетский? — πανεπιστημιακός как с (ново)греческого переводится слово πανεπιστημιακός? — университетский — μπουσουλίζω — ανθορροώ — σύρμα — διορθώτρια — χά — βαλιτσάρα — σύμμεικτος — απόμακρα — σκουρόχρωμα — συχωρνώ — απότοκος — πάπας — δισυπόστατος — σοκολατίνα — δημιουργώ — σαψαλιάζω — αυτοδιορισμός — μηλοροδακινιά — κουνιέμαι — πυθμένιον — εγωτισμός |
|||