Новогреческий словарь
εθλάσθην
εθλάσθην
παθ. αωρ. от θλώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εθλάσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αθηναίικος
—
μονόπατος
—
υψομετρικά
—
νυχτικός
—
πολυπράγμων
—
αθλούμαι
—
γλυκόγελος
—
κακκάβη
—
κλέφτης
—
καλλικέλαδος
—
κυτταρογενετική
—
χηρεμός
—
αρραβωνιάρης
—
κούρδισμα
—
γουρσούζικος
—
καλαμπόκι
—
πασίγνωστος
—
σκούριασμα
—
χωριατοπούλα
—
Άραβας
—
βλαστημίδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве