|
παθ. αωρ. от θλώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εθλάσθην? — — καλλωπιστικός — μαγγάλι — ιχθυοφάγος — ευόδωση — λοχανόσπορος — αυλακωτήρας — ίσος — τρίπτυχος — ηλεκτροκαλλιέργεια — αραβιστί — μικκύλιο — νύξ — μπαμπάς — αναγερμένος — παλιατζήδικο — ενεργειοκρατία — γενεσιακός — διεβλήθην — ζηλώ — λογικότητα — κροταφιακός |
|||