Новогреческий словарь
αφλογιστία
αφλογιστία
η
осечка
;
παθαίνω ~ — давать осечку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
осечка
? —
αφλογιστία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφλογιστία
? — осечка
#
(ново)греческий словарь
—
εξετάφην
—
φτώχεια
—
απήδηγος
—
λέρωμα
—
ποζάτος
—
σείσις
—
χιλιοειπωμένος
—
ιδιάζων
—
τριακοντούτης
—
ναυαρχικο
—
κορυφαίος
—
τριμερώς
—
ατμοστρόβιλος
—
χαρτόμουτρο
—
συμβάν
—
ερεβινθώδης
—
οστισδήποτε
—
ξεπροβόδημα
—
διατείχισμα
—
κόχη
—
εγγύς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве