|
η осечка; παθαίνω ~ — давать осечку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осечка? — αφλογιστία как с (ново)греческого переводится слово αφλογιστία? — осечка — κοτσύφι — διημερεύων — βομβυκοτροφείον — οππορτουνιστικός — μεγαλαυχία — εφτά — γεροντοπάχια — βακτηριολογικός — ατελέσφορος — δυνατότητα — αναβλάστηση — δευτερογαμία — σύλλογος — χλωριασμός — φυσιογνώμων — ετικέττα — ζωικός — πυροσβεστικός — μιναδόρος — καθολίκευση — καρυάτιδα |
|||