|
ο столяр(__,__) делающий стулья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столяр, делающий стулья? — καθεκλοποιός как с (ново)греческого переводится слово καθεκλοποιός? — столяр, делающий стулья — βραδύφλεκτος — βαρύσφαιρα — οξυγονούχος — επαναπατρίζομαι — πρωρατεύω — χαρτοδετώ — αμφίκαμπτος — επινοηματικός — εγγυημένα — αμαγγάνιστος — προτονίζω — παρανομα — ανεγνωριά — γρυμαία — παρωτίδα — πυρόσβεση — ευκαρυωτικό — νερομπούκαλο — ανατοποθέτηση — υπεραισθησία — ανταλλάσσω |
|||