|
лихорадочно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лихорадочно? — πυρετώδικα как с (ново)греческого переводится слово πυρετώδικα? — лихорадочно — ντροπιάρης — πτεροφυΐα — εξεργασία — μηλόχορτο — ματοκυλισιά — αφιλοξένητος — αποβλημένος — Ελλαδίτης — ζήτα — συζώ — υδροκριτικός — ροδώνας — στένω — Ελλαδίτισσα — ομοιο- — φεγγαριάρης — υψηλοφρονώ — αναχωματώνω — γυάλα — ουλούκι — ανεκδοτολόγος |
|||