|
немобилизовапный; не завербованный (в армию) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово немобилизовапный? — αστρατολόγητος как на (ново)греческом будет слово не завербованный? — αστρατολόγητος как с (ново)греческого переводится слово αστρατολόγητος? — немобилизовапный, не завербованный — νεανίσκος — συνεπιφέρω — πρός — αφτιάζομαι — γαρώνω — άδαρτος — Τριπτόλεμος — σημείο — από — αντιπυρετικός — μοσχοκαρύα — τσαλαβουτώ — βαλαρίζω — προθερμαντήρας — χρωματογράφος — κρασόνερο — κουκκιστός — εκλίθην — ατμολέβητας — σαλαμάνδρα — τυπολιθογραφία |
|||