|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρθρογραφικά? — — διώρυγα — επίγειος — διακαώς — μπερδεύομαι — τάγγιση — κάταγμα — μπούστο — ανάπλασμα — χαλκεία — σκληραγωγία — μονοπληγία — εμπλαστρον — μεθύστρα — πτοώ — συνεπήχθην — εμψυχώνομαι — νταβαντούρι — αποφατικά — αυτοκυβερνησία — πυρόλιθος — γλουτίνη |
|||