Новогреческий словарь
εκκρίνω
εκκρίνω
(αόρ. εξέκρινα) физиол.
выделять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выделять
? —
εκκρίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκρίνω
? — выделять
#
(ново)греческий словарь
—
πάλι
—
ψευτόπονος
—
φαγιάντσα
—
αναλειωτός
—
τσέπωμα
—
φλομπέρ
—
αποτελειωτικός
—
κτηνοβατώ
—
αυστηρότητα
—
εξάρι
—
δεκοχτώ
—
παραστέγοσμα
—
ανθί
—
εναυσματοθέτης
—
έκπτωτος
—
υποτελώνης
—
κατεστραμμένος
—
αιτιατόν
—
ρίζωμα
—
φίλτρο
—
σπινθηρισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве