|
ο крикун; горлан (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крикун? — φωνακλάς как на (ново)греческом будет слово горлан? — φωνακλάς как с (ново)греческого переводится слово φωνακλάς? — крикун, горлан — μαφία — παθιάζομαι — εκφαυλίζω — ξυσμάρα — επικοινωνιολόγος — παχυντικός — κάζο — μαρμαροκονία — Σίβυλλα — δυσμορφία — γονατιά — ενδοκρινολόγος — θαλαμηγός — ειδοποιημένος — απέ — κρόσσι — κατέχω — πιπεροδοχείο — άνιφτος — μπακέτα — αδροσοβόλητος |
|||