|
η анат. альвеола, луночка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альвеола? — οδοντοκοιλία как на (ново)греческом будет слово луночка? — οδοντοκοιλία как с (ново)греческого переводится слово οδοντοκοιλία? — альвеола, луночка — παραδειγματικός — αιθρίαση — λεπτός — ραχάτι — φατριαστικά — αργυρόχρυσος — γαλακτοδίαιτα — ταυτοποίηση — υγιαίνω — σινάφι — μπογιατζού — πλησιέστερος — γούπατος — ζιμπούνι — πρόσφυμα — θεατρινίστικος — αναδιανέμω — εθνεγερσία — τρέλλα — γερδέλι — σπερματοβλάστη |
|||