|
το муар (ткань) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово муар? — μουαρέ как с (ново)греческого переводится слово μουαρέ? — муар — αντιάρμα — μαϊτάπι — ωόλιθος — σεισμολογικός — διμηνίτισσα — ανθιβολή — επεξηγώ — ακοίμιστος — αλληλοφαγώνομαι — φωνάζω — σωματομετρία — αγκαθένιος — αρτυμα — αμάζευτος — μεθοδικότητα — ξώρας — κάτωθι — ριγανόλαδο — αμβλύνους — ευήθως — αδιαχώρητο |
|||